- σαρανταλείτουργο
- το церк, сорокоуст
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρανταλείτουργο — και σαρανταλείτρου(γ)ο, το, Ν εκκλ. η μνημόνευση τών ονομάτων νεκρών από τον ιερέα σε 40 συνεχείς λειτουργίες για την ανάπαυση τής ψυχής τους και την άφεση τών αμαρτιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + λειτουργία] … Dictionary of Greek
σαρανταλείτουργο — το μνημόνευση από τον ιερέα του ονόματος κάποιου νεκρού σε σαράντα συνεχείς λειτουργίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεσσαραντολειτούργημα — τὸ, Μ εκκλ. η τέλεση ιερής λειτουργίας για σαράντα συνεχείς ημέρες, το σαρανταλείτουργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + λειτούργημα με απλολογία] … Dictionary of Greek